Αν κανείς υπολόγιζε το γερμανικό δημόσιο χρέος με τον τρόπο που το υπολογίζουν στην Ιταλία, την Ελλάδα ή την Ισπανία θα βρισκόταν ξαφνικά με ένα χρέος κατά 20% μεγαλύτερο ως ποσοστό του ΑΕΠ από εκείνο που παρουσιάζει σήμερα.
Και κατά συνέπεια με πολύ μικρότερη ευκολία θα μπορούσε να διαθέτει τα δεκάδες δισ. ευρώ που κινητοποιεί για να αντιμετωπίσει την κρίση της πανδημίας.
Το “μυστικό” της –που δεν είναι μυστικό για τους περιβόητους Θεσμούς – στηρίζεται σε έναν απολύτως νόμιμο για τα δεδομένα της Ευρωζώνης συνδυασμό “οργάνωσης” του δημοσίου.
Η Γερμανία είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος. Και οι περιφέρειές της ή αλλιώς κρατίδια, διαθέτουν τους δικούς τους προϋπολογισμούς, των οποίων συνταγματικά το χρέος δεν συνυπολογίζεται στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης.
Το χρέος των κρατιδίων της Γερμανίας, για να γίνει κατανοητό το “μοντέλο”, ξεπερνά αυτή την στιγμή τα 600 δισ. ευρώ.
Αν συνυπολογίσει το χρέος των κρατιδίων στο χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης της Γερμανίας, αυτό αυξάνεται κατά 20% ως προς το ΑΕΠ.
Το ενδιαφέρον στο “μοντέλο” αυτής της λειτουργίας όμως δεν σταματά εκεί, καθώς στο χρέος αυτό θα πρέπει να προστεθούν άλλα 500 δισ. ευρώ που αφορούν σε συμβόλαια υποχρεώσεων προς την “κρατική/ιδιωτική” τράπεζα, την KFW (kreditanstalt fur Wiederaufbau), η οποία δανείζει τα κρατίδια αλλά και επιχειρήσεις. Η KFW είναι μία “ιδιωτική” τράπεζα της οποίας ιδιοκτήτες είναι κατά 80% το γερμανικό κράτος και κατά 20% τα γερμανικά κρατίδια.
Η KFW πέραν του ρόλου που έχει παίξει στο παρελθόν για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος, έχει γίνει πολλές φορές το βασικό εργαλείο χρηματοδότησης σε περιόδους κρίσης, όπως η τρέχουσα για τις γερμανικές επιχειρήσεις και παραμένει ο βασικός μέτοχος στην Deutsche Post και στην Deutsche Telekom (η τελευταία παραμένει ο βασικός ιδιοκτήτης του ΟΤΕ).
H KFW λόγω της μετοχικής της σύνθεσης έχει “AAA” αξιολόγηση και τα ομολογά της αντιμετωπίζονται ως ισάξια του Bund με αποτέλεσμα να μπορεί να δανείζεται και να δανείζει με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους στις οικονομίες των κρατιδίων τόσο τους δημόσιους όσο και τους ιδιωτικούς φορείς της οικονομίας.
Και όλα αυτά βέβαια παραμένουν εκτός των ορίων της δημοσιονομικής “αποτύπωσης” της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και δεν εντάσσονται στο δημόσιο χρέος της Γερμανίας.
Η “λειτουργία” αυτή είναι απολύτως νόμιμη σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Κομισιόν και σαν τέτοια επιτρέπει στη Γερμανία να έχει μία “πηγή” χρηματοδοτικής στήριξης τόσο του δημόσιου (στα κρατίδια) όσο και του ιδιωτικού τομέα, η οποία στηρίζεται (κατά 50% τουλάχιστον) στις αγορές (με ομολογιακά δάνεια αρνητικών επιτοκίων) και να μην επιβαρύνει ταυτόχρονα τη δημοσιονομική διαχείριση της Κυβέρνησης.
Το παράδοξο είναι γιατί το “μοντέλο” αυτό, που είναι κοινό “μυστικό” στους δημοσιονομικούς διαχειριστές στις Βρυξέλλες, αλλά και στις άλλες χώρες μέλη της Ευρωζώνης, δεν χρησιμοποιείται ακόμα και με συνθήκες πανδημίας και ύφεσης από κανέναν άλλο… Ούτε καν σε κάποια παραλλαγή του, εκτός από κάτι ανάλογους μηχανισμούς αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα στη Γαλλία.