Μπορεί να βγήκε από τα πορτοφόλια μας πριν από 15 χρόνια, όμως τελευταία μας απασχολεί μάλλον περισσότερο από ποτέ.
Ο λόγος για τη δραχμή, το νόμισμα της Ελλάδας ως το 2002, οπότε και αντικαταστάθηκε από το ευρώ, με τη συζήτηση περί ενδεχόμενης επιστροφής της χώρας σε αυτήν να έχει εσχάτως για άλλη μια φορά αναζωπυρωθεί.
Στην αρχαιότητα η δραχμή, χρησιμοποιήθηκε ως νομισματική μονάδα, ενώ αρχικά αποτέλεσε μονάδα μέτρησης βάρους. Το όνομά της, προέρχεται από το ρήμα δράττω, που σημαίνει αρπάζω (> δράττομαι = πιάνω σφικτά).
Στα αρχαία χρόνια, μία δραχμή ήταν ίση προς έξι οβολούς, νόμισμα το οποίο στην παλαιότερη μορφή του είχε σχήμα σιδερένιας ράβδου. Το πάχος του ήταν τόσο, ώστε η χούφτα ενός ανδρικού χεριού να μπορεί να πιάσει έξι από αυτούς. Έτσι εκ του δράττω (όσους οβολούς μπορούσε να αδράξει η παλάμη) προκύπτει η λέξη δραχμή.
Για αιώνες η δραχμή ήταν ένα από τα νομίσματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αφού αρκετές πόλεις-κράτη εξέδωσαν νομίσματα με το όνομα αυτό, με πιο γνωστά το αργυρό δίδραχμο του Φείδωνα, το Αθηναϊκό τετράδραχμο και το τετράδραχμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στα σύγχρονα χρόνια, η πρώτη φορά που νόμισμα με την ονομασία «δραχμή» προτάθηκε για το νέο κράτος, ήταν το 1822, όμως δεν έγινε πράξη παρά μόνο λίγο μετά την έλευση του Όθωνα και την ανάρρησή του στον θρόνο του Βασιλείου της Ελλάδας, το 1833.
Ήταν 8 Φεβρουαρίου 1833 όταν με Βασιλικό διάταγμα «περί ρυθμίσεως του νομισματικού συστήματος», η δραχμή αντικατέστησε τον φοίνικα, νόμισμα που επιχείρησε να καθιερώσει ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1828.
Η νέα νομισματική μονάδα του σύγχρονου Ελληνικού κράτους υποδιαιρούνταν σε 100 λεπτά. Από τότε και αδιάλειπτα μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2002, η δραχμή ήταν νομισματική μονάδα του σύγχρονου Ελληνικού κράτους.
Η καθιέρωση της δραχμής το 1833 αποτέλεσε μια αναβίωση του ξεχασμένου μέχρι τότε νομίσματος και ήταν ακόμα μια προσπάθεια της ελληνικής πολιτείας να συνδέσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Το νέο αυτό νόμισμα είχε βάρος 4,477 γραμμάρια από τα οποία τα 4,029 γραμμάρια ήταν καθαρό ασήμι και τα 0,448 χαλκός. Η ισοτιμία της δραχμής ορίστηκε στα 0,895 του γαλλικού χρυσού φράγκου.
Οι πρώτες δραχμές και οι υποδιαιρέσεις τους κόπηκαν στη Βαυαρία από μήτρες που κατασκεύασε στο Μόναχο ο Κόνραντ Λάνγκε, μετέπειτα διευθυντής του Ελληνικού Βασιλικού Νομισματοκοπείου.
Παρόλο που το βασιλικό διάταγμα έχει ημερομηνία 8 Φεβρουάριου 1833, στην πρώτη δραχμή αναγράφεται το έτος 1832, το έτος δηλαδή ανάρρησης στο θρόνο του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας.
Το νέο ελληνικό νομισματικό σύστημα ήταν στη σύλληψη διμεταλλικό (χρυσά και αργυρά νομίσματα), αλλά στην πράξη δεν κυκλοφόρησαν παρά ελάχιστα χρυσά νομίσματα.
Τον Αύγουστο του 1833 απαγορεύτηκε ρητά η αποδοχή τουρκικών νομισμάτων από τα δημόσια ταμεία σε μια προσπάθεια να επιβληθεί το νέο νόμισμα.
Στις 30 Μαρτίου 1841, μετά από πολυετείς προσπάθειες, ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία παραχωρήθηκε το προνόμιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων, το οποίο και διατήρησε έως το 1927, οπότε και ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Πρώτος διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας ήταν ο Γεώργιος Σταύρου, του οποίου το πορτραίτο εμφανίζεται στην κύρια όψη όλων των χαρτονομισμάτων που εξέδωσε η τράπεζα. Επίσης στην ίδια όψη και έως το 1923 εικονίζεται και ο βασιλικός θυρεός.
Toν Απρίλιο του 1867 η Ελλάδα υπογράφει συμφωνία με τη Λατινική Νομισματική Ένωση, ώστε η δραχμή να ακολουθήσει τους κανόνες ισοτιμιών της ένωσης.
Όμως λόγω των πολέμων και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε, η δραχμή δεν κατάφερε να προσχωρήσει στην Ένωση πριν από το 1910. Αποτέλεσμα της ένταξης αυτής ήταν το γεγονός ότι η δραχμή εξισώθηκε με τα άλλα νομίσματα της Ένωσης, όπως το γαλλικό φράγκο.
Σε πολλές εκδόσεις των χαρτονομισμάτων της Εθνικής Τράπεζας η ονομαστική αξία στην πίσω πλευρά του γραμματίου αναγραφόταν στα γαλλικά francs.
Πιθανόν για τον λόγο αυτό, τουλάχιστον μέχρι τις δεκαετίες του 70-80, η δραχμή αποκαλούνταν από τον λαό και φράγκο (πχ τα κέρματα των 2 δραχμών αποκαλούνταν δίφραγκα), όπως αναφέρεται στην el.wikipedia.org.
Κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η δραχμή γνωρίζει την μεγαλύτερη απαξίωση στην ιστορία της κάτω από την πίεση της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας και του υπερπληθωρισμού που δημιουργήθηκε λόγω των συνθηκών της εποχής.
Τυπώθηκαν χαρτονομίσματα με ονομαστική αξία ακόμα και δισεκατομμυρίων δραχμών, των οποίων η ανταλλακτική αξία ήταν μηδαμινή.
Το 1944 εκδόθηκε το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα. Είχε ονομαστική αξία 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, όμως ήταν παντελώς ανυπόληπτο και η ουσιαστική του αξία σχεδόν μηδαμινή.
Επρόκειτο για την τελική φάση της κατοχικής οικονομικής κατάρρευσης. Σε σημερινές τιμές και με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας, η πραγματική αξία του δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα σημερινά 10 λεπτά του ευρώ. Αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, έγιναν δύο νομισματικές μεταρρυθμίσεις έτσι, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει και πάλι ένα σταθερό νόμισμα. Τον Νοέμβριο του 1944 με την πρώτη μετακατοχική νομισματική μεταρρύθμιση η παλιά και υποτιμημένη δραχμή αντικαταστήθηκε με μια νέα με ισοτιμία που ορίστηκε σε 50.000.000.000 παλιές δραχμές για καθεμία νέα.
Η νέα δραχμή διατηρήθηκε μία δεκαετία έως το 1954, οπότε με τη δεύτερη μετακατοχική μεταρρύθμιση αντικαταστήθηκε ξανά με μία νεότερη με αναλογία 1000 δραχμές προς μία νέα.
Σύμφωνα με το σύστημα ισοτιμιών Μπρέτον Γουντς, στο οποίο είχε ήδη προσχωρήσει η δραχμή από το 1953, το νέο νόμισμα συνδέθηκε με το δολάριο ΗΠΑ με σταθερή ισοτιμία 30 δραχμές προς ένα δολλάριο.
Το 1973, το σύστημα του Μπρέτον Γουντς καταργήθηκε και η συναλλαγματική ισοτιμία των δυο νομισμάτων έπαψε να είναι σταθερή.
Την 1η Ιανουαρίου 2001 υιοθετήθηκε το ευρώ ως λογιστική μορφή παράλληλα προς τη δραχμή. Την 1η Ιανουαρίου 2002 εισήχθη επίσημα το ευρώ σε κυκλοφορία ως νόμισμα παράλληλα προς τη δραχμή ως την 1η Μαρτίου, οπότε και η ελληνική δραχμή έπαψε να αποτελεί νόμιμο χρήμα στην Ελλάδα.